De Tweede Ronde. Jaargang 25
(2004)– [tijdschrift] Tweede Ronde, De– Auteursrechtelijk beschermd
[pagina 170]
| |
Drie gedichten
| |
ΒραδιάζειΒραδιάζει στόν ϰόσμο, τά παράθυρα ϰλείνουν
ἀνἀβει τό φῶς ϰαί τό ξένο δωμάτιο γίνεται
ὁ ϰόσμος. Τά λίγα βιβλία μου πᾶνε
ϰ᾽ ἔρχονται τότε, διασχίζουν τό χῶρο,
σά νἆναι πρόσωπα φιλιϰά πού στά χέρια τους
ϰρατᾶνε ψωμί, νερό, φροῦτα, φάρμαϰα.
Κ᾽ ἕνα ἀπ᾽ ὅλα τή νύχτα, ἀνοιχτό στίς σελίδες
πού ϰλείνουν τά μάτια μου, μένει ϰοντά μου,
στήν ϰουβέρτα μου πάνω - φύλαϰας ἄγγελος
πού ἔπεσε μπρούμυτα ϰι άϰούει τήν ϰαρδιά μου.
| |
[pagina 171]
| |
De treinenDe treinen nemen mij nu en dan mee en brengen me weer terug,
als een banneling van wie ze niet weten waar ze hem moeten achterlaten,
als een arrestant die ze in geen enkele gevangenis vertrouwen
- een arrestant die zijn misdaad niet kent,
behalve dat droefheid om het leven een misdrijf is, behalve
dat het hart dat liefheeft zijn verstand is kwijtgeraakt.
De seinwachters geven het spoor vrij,
de treinen rijden over de grenzen naar ginds
en over de grenzen naar hier en ik zit altijd aan het raam
terwijl ik reis. De conducteurs controleren mijn
papieren terwijl ze oplettend kijken naar
mijn diepgerimpelde gezicht
vol handtekeningen en stempels: ‘gaat u maar...’
En ik ga verder tot ik weet niet waar, wanneer
en hoe de grote stationschef mijn paspoort inneemt.
| |
Τά τραῖναΜέ παίρνουν ϰάθε τόσο ϰαί μέ γυρίζουν τά τραῖνα,
σάν ἕνα ἐξόριστο πού δέν ξέρουν ποῦ νά τόν ἀφήσουν,
σάν ἕναν ϰρατούμενο πού δέν ἐμπιστεύονται σέ ϰαμιά φυλαϰή
- ἕναν ϰρατούμενο πού δέν γνωρίζει τό λάθος του
ἐϰτός ἄν ἡ λύπη γιά τή ζωή εἶναι φόνος, ἐϰτός
ἄν ἡ ϰαρδιά πού ἀγαπᾶ ἔχει χάσει τή λογιϰή της.
Ἀνοίγουν τίς γραμμές οἱ σηματοδότες,
τά τραῖνα περνᾶνε τά σύνορα πρός τά ϰεῖ,
τά σύνορα πρός τά δῶ ϰ᾽ ἐγώ βρίσϰομαι στό παράθυρο
ταξιδεύοντας πάντοτε. Ἐξετάζουν οἱ ἐλεγϰτές τά χαρτιά μου
ϰοιτάζοντας, προσεχτιϰά, τά βαθιά
ρυτιδωμένο μου πρόσωπο, τό γιομάτο
ύπογραφές ϰαί σφραγίδες: ‘περᾶστε...’
Καί συνεχίζω, ὡσότου, δέν ξέρω ποῦ πότε ϰαί πῶς
θά μοῦ ἀφαιρέσει ὁ μεγάλος σταθμάρχης τό διαβατήριο.
| |
[pagina 172]
| |
De voorbereiding van het liedAl mijn dagen eindigen zo:
met een glas vol verdriet in mijn hand.
De olie van de machine is het die de kleuren maakt.
De witte wol die de plattegrond van een
stad weeft. De schaar van een engel
die het zwarte zwijgen in oneindige maten
muziek knipt. Die met witte snaren
pentagrammen in de afgrond kerft.
Elke avond worstel ik op de rand
met de dood, bijna hangend, maar toch
rechtop, terwijl ik sta op het scherp
van een scheermes. Het glas in mijn hand
is altijd vol. Mijn hart
werkt op vuur.
| |
Ἡ ἑτοιμασία τοῦ τραγουδιοῦἩ ϰάθε μου μέρα ἔτσι τελειώνει:
μ᾽ ἕνα ποτήρι λύπης στό χέρι μου.
Εἶναι τό λάδι τῆς μηχανῆς πού φτιάχνει τά
χρώματα.
Εἶναι τό ἄσπρο μαλλί πού ὑφαίνει τό σχέδιο
μιᾶς πολιτείας. Τό ψαλίδι τοῦ ἀγγέλου
πού ϰόβει τή μαύρη σιωπή σέ σημεῖα
μουσιϰά, ἀτελεύτητα. Πού φτιάχνει πεντάγραμμα
ραβδώνοντας μέ ἅσπρα τέλια τήν ἄβυσσο.
Κάθε βράδυ παλεύω στόν γϰρεμνό
μέ τό θάνατο, ϰρεμασμένος σχεδόν
ἀλλά ἄρθιος, πατώντας στήν ϰόψη
ἑνός ξυραφιοῦ. Τό ποτήρι στό χέρι μου, πάντοτε,
εἶναι γιομάτο. Ἡ ϰαρδιά μου
λειτουργεῖ μέ φωτιά.
|
|