De Tweede Ronde. Jaargang 12
(1991)– [tijdschrift] Tweede Ronde, De– Auteursrechtelijk beschermd
[pagina 158]
| |
‘Lijster’Ga naar voetnoot*
| |
I
| |
‘Κιχλη’
Δαἰμονος ἐπιπὁνου καἰ τύχης χαλεπῆς ἐφήμερον σπέρμα
τἱ με βιἁζεσθε λέγειν, ἃ ὑμῖν ἄρειον μὴ γνωναι.
(Ο ΣΕΙΛΗΝΟΣ ΣΤΟΝ ΜΙΔΑ)
Α
το σπιτι κοντα στη θαλασσα
Τὰ σπίτια ποὺ εἱχα μοῦ τὰ πῆραν. Ἔτυχε
νά ᾽ναι τὰ χρόνια δίσεχτα· πολέμοι χαλασμοὶ ξενιτεμοί·
κάποτε ὁ κυνηγὸς βρίσκει τὰ διαβατάρικα πουλιὰ
κάποτε δὲν τἀ βρίσκει· τὸ κυνήγι
5[regelnummer]
ἠταν καλὀ στὰ χρὁνια μου, πῆραν πολλοὺς τὰ σκάγια·
οἱ ᾶλλοι γυρίζουν ἢ τρελαίνουνται στὰ καταφύγια.
Μὴ μοῦ μιλᾶς γιὰ τ᾽ ἀηδόνι μήτε γιὰ τὸν κορυδαλλὀ
μήτε γιὰ τὴ μικρούλα σουσουράδα
ποὺ γράφει νούμερα στὸ φῶς μὲ τὴν οὐρά της·
10[regelnummer]
δὲν ξέρω πολλὰ πράγματα ἀπὸ σπίτια
ξέρω πὼς ἔχουν τὴ φυλή τους, τίποτε ἄλλο.
Καινούργια στὴν ἀρχή, σὰν τὰ μωρὰ
ποὺ παίζουν στὰ περβόλια μὲ τὰ κρόσσια τοῦ ἤλιου,
| |
[pagina 159]
| |
[Nederlands]steken ze gekleurde luiken en glanzende
15[regelnummer]
deuren in de dag;
als de architect klaar is veranderen zij,
ze fronsen of glimlachen of worden zelfs afwerend
voor hen die bleven, voor hen die verdwenen
voor anderen die zouden terugkeren als ze konden
20[regelnummer]
of de verlorenen, nu de wereld
een eindeloos hotel geworden is.
Ik weet niet veel van huizen af,
ik herinner hun vreugde en hun smart
af en toe als ik halt houd;
zelfs
25[regelnummer]
bedenk ik af en toe, aan zee, in kale kamers
met een ijzeren ledikant zonder iets van mezelf
terwijl ik naar de avondspin kijk
dat iemand zich klaar maakt om te komen, getooid wordt
met witte en zwarte kleren, bonte sieraden
30[regelnummer]
en rondom hem fluisteren voorname dames
met grijs haar en in donkere kant,
dat hij zich klaar maakt om te komen, mij te groeten,
of dat een vrouw met trillende wimpers slanke leest
terugkerend uit zuidelijke havens,
35[regelnummer]
Smyrna Rhodos Syracuse Alexandrië,
van steden gesloten als hete luiken,
omringd door geuren van gouden vruchten en kruiden,
de treden opgaat zonder te zien
wie onder de trap in slaap waren gevallen.
40[regelnummer]
Huizen, weet je, worden snel afwerend als je ze leeghaalt.
| |
[Grieks]κεντοῦν παραθυρόφυλλα χρωματιστὰ καἰ πόρτες
15[regelnummer]
γυαλιστερὲς πάνω στὴ μἑρα·
ὅταν τελειώσει ὁ ἀρχιτέκτονας ἀλλάζουν,
ζαρώνουν ἢ χαμογελοῦν ἢ ἀκόμη πεισματώνουν
μ᾽ ἐκείνους ποὺ ἕμειναν μ᾽ ἐκείνους ποὺ ἕφυγαν
μ᾽ ἄλλους ποὺ θὰ γυρἱζανε ἂν μποροῦσαν
20[regelnummer]
ἢ ποὺ χαθῆκαν, τώρα ποὺ ἔγινε
ὁ κόσμος ἕνα ἀπἑραντο ξενοδοχεἵο.
Δὲν ξέρω πολλὰ πράγματα ἀπὸ σπίτια,
θυμᾶμαι τὴ χαρά τους καὶ τὴ λύπη τους
καμιὰ φορά, σὰ σταματήσω·
ἀκόμη
25[regelnummer]
καμιὰ φορἁ, καντὰ στὴ θάλασσα, σὲ κάμαρες γυμνὲς
μ᾽ ἕνα κρεβάτι σιδερένιο χωρὶς τίποτε δικό μου
κοιτάζοντας τὴ βραδινὴν ἀράχνη συλλογιἑμαι
πὼς κάποιος ἑτοιμάζεται νὰ ᾽ρθεῖ, πὼς τὸν στολίζουν
μ᾽ ἄσπρα καὶ μαῦρα ροῦχα μὲ πολύχρωμα κοσμήματα
30[regelnummer]
καὶ γύρω του μιλοῦν σιγὰ σεβάσμιες δέσποινες
γκρίζα μαλλιὰ καὶ σκοτεινὲς δαντέλες,
πὼς ἑτοιμάζεται νὰ ᾽ρθεῖ νὰ μ᾽ ἀποχαιρετήσει·
ἤ, μιὰ γυναίκα ἑλικοβλέφαρη βαθύζωνη
γυρίζοντας ἀπὸ λιμάνια μεσημβρινά,
35[regelnummer]
Σμύρνη Ρόδο Συρακοῦσες ᾽Αλεξάντρεια,
ἀπὸ κλειστὲς πολιτεῖες σὰν τὰ ζεστὰ παραθυρόφυλλα,
μὲ ἀρώματα χρυσῶν καρπῶν καὶ βότανα,
πὼς ἀνεβαίνει τὰ σκαλιὰ χωρὶς νὰ βλέπει
ἐκείνους ποὺ κοιμήθηκαν κάτω ἀπ᾽ τὴ σκάλα.
40[regelnummer]
Ξέρεις τὰ σπίτια πεισματώνουν εὔκολα, σὰν τὰ γυμνώσεις.
| |
[pagina 160]
| |
II
| |
Β᾽
| |
[pagina 161]
| |
[Nederlands]25[regelnummer]
zij zwaaien: ze worden licht met een menselijk gewicht.
Dat vergeet je niet.
- De beelden zijn in het museum.
- Nee, ze achtervolgen je, waarom zie je het niet?
ik bedoel met hun afgebroken leden,
hun gestalte van weleer die je niet herkent
30[regelnummer]
en toch kent.
Zoals wanneer
je tegen het einde van je jeugd een vrouw
die mooi gebleven was beminde, en altijd vreesde je,
als je haar naakt vasthield op het middaguur,
de herinnering die in je omarming werd gewekt;
35[regelnummer]
vreesde je dat de kus je verried
aan andere nu voorbije bedden
die niettemin konden gaan spoken
o zo snel o zo snel en in de spiegel gestalten
op zouden wekken, lichamen die er eens waren,
40[regelnummer]
hun wellust.
Zoals wanneer
je terugkeert uit den vreemde, je bij toeval
oude kleerkisten opendoet, lang op slot,
en je de vodden vindt van de kleren die je droeg
op mooie uren, op feesten met bonte,
45[regelnummer]
gespiegelde lichten die geheel verdoften,
alleen de geur van afwezigheid
van een jonge gestalte bleef.
Werkelijk, die brokken
zijn het niet: jijzelf bent het puin;
ze achtervolgen je met een ongewone ongereptheid
| |
[Grieks]λυγίζουν· γίνουνται ἀλαφριὰ μ᾽ ἕνα ἀνθρώπινο βάρος.
Δὲν τὸ ξεχνᾶς.
26[regelnummer]
- Τ᾽ ἀγάλματά εἰναι στὸ μουσεῖο.
- Ὄχι, σὲ κυνηγοῦν, πῶς δὲν τὸ βλἑπεις;
θέλω νὰ πῶ μὲ τὰ σπασμένα μέλη τους,
μὲ τὴν ἀλλοτινὴ μορφή τους ποὺ δὲ γνώρισες
κι ὅμως τὴν ξέρεις.
30[regelnummer]
Ὁπως ὄταν
στὰ τελευταῖα τῆς νιότης σου ἀγαπήσεις
γυναἱκα ποὺ ἔμεινε ὄμορφη, κι ὄλο φοβᾶσαι,
καθὼς τὴν κράτησες γυμνὴ τὸ μεσημέρι,
τὴ μνήμη ποὺ ξυπνᾶ στὴν ἀγκαλιά σου·
35[regelnummer]
φοβᾶσαι τὸ φιλὶ μὴ σὲ προδώσει
σ᾽ ἄλλα κρεβάτια περασμένα τώρα
ποὺ ώστόσο θὰ μποροῦσαν νὰ στοιχειώσουν
τὁσο εὔκολα τὁσο εὔκολα καὶ ν᾽ ἀναστήσουν
εἴδωλα στὸν καθρἑφτη, σώματα ποὺ ἠταν μιὰ φορά·
τὴν ἡδονή τους.
40[regelnummer]
Ὁπως ὅταν
γυρίζεις ἀπ᾽ τὰ ξένα καὶ τύχει ν᾽ ἀνοἱξεις
παλιὰ κασέλα κλειδωμένη ἀπὸ καιρὸ
καὶ βρεἴς κουρέλια ἀπὸ τὰ ροῦχα ποὺ φοροῦσες
σὲ ὄμορφες ὠρες, σὲ γιορτὲς μὲ φῶτα
| |
[pagina 162]
| |
[Nederlands]50[regelnummer]
thuis op kantoor tijdens ontvangsten
van notabelen, bij de beschamende angst voor de slaap,
ze praten over zaken die je wou dat niet bestonden
of jaren na je dood zouden gebeuren,
en dat is moeilijk want...
- De beelden zijn in het museum.
Welterusten.
55[regelnummer]
- ...want de beelden zijn geen brokken meer,
wij zijn het. De beelden zwaaien licht... welterusten.
Hier gingen zij uiteen. Hij nam
de helling die noordwaarts leidde
en zij liep door naar het helverlichte strand
60[regelnummer]
waar de golfslag verdronk in het geluid van de radio:
| |
De radio‘Zeilen in een vlaag van wind
dat is al wat men hier vindt.
Geur van dennen, 't stille uur
balsemt aanstonds de kwetsuur
nu de zeeman henen ging
65[regelnummer]
kwikstaart, roodborst, grondeling.
Vrouw die vergeefs bleef verlangen
luister naar winds dodenzangen.
| |
[Grieks]45[regelnummer]
πολύχρωμα, καθρεφτισμένα, ποὺ ὅλο χαμηλώνουν
καὶ μένει μόνο τὸ ἄρωμα τῆς ἀπουσίας
μιᾶς νέας μορφῆς.
Ἀλήθεια, τὰ συντρίμμια
δὲν εἰναι ἐκεῖνα· ἐσύ ᾽σαι τὸ ρημάδι·
σὲ κυνηγοῦν μὲ μιὰ παράξενη παρθενιὰ
50[regelnummer]
στὸ σπίτι στὸ γραφεῖο στὶς δεξιώσεις
τῶν μεγιστάνων, στὸν ἀνομολόγητο φόβο τοῦ ὔπνου·
μιλοῦν γιὰ περιστατικὰ ποὺ θά ἠθελες νὰ μὴν ὑπάρχουν
ἢ νὰ γινόντουσαν χρόνια μετὰ τὸ θάνατό σου,
κι αὐτὸ εἶναι δύσκολο γιατὶ...
- Τ᾽ ἀγάλματά εἰναι στὸ μουσεῖο.
Καληνύχτα.
- ...γιατὶ τ᾽ ἀγάλματα δὲν εἰναι πιὰ συντρίμμια,
56[regelnummer]
εἴμαστε ἐμεῖς. Τ᾽ ἀγάλματα λυγίζουν ἀλαφριά... καληνύχτα.
Ἐδῶ χωρίστηκαν. Αὐτὸς ἐπῆρε
τὴν άνηφόρα ποὺ τραβάει κατὰ τὴν Ἄρκτο
κι αὐτὴ προχώρεσε πρὸς τὸ πολύφωτο ἀκρογιάλι
60[regelnummer]
ὅπου τὸ κύμα πνίγεται στὴ βοὴ τοῦ ραδιοφώνου:
| |
Το ραδιοφωνο‘Πανιὰ στὸ φύσημα τοῦ ἀγέρα
ὁ νοῦς δὲν κράτησε ἄλλο ἀπὸ τὴ μέρα.
Ἄρωμα πεύκου καὶ σιγὴ
εὔκολα θ᾽ άπαλύνουν τὴν πληγὴ
65[regelnummer]
ποὺ ἔκαμαν φεύγοντας ὁ ναύτης
ἡ σουσουράδα ὁ κοκωβιὸς κι ὁ μυγοχάφτης.
Γυναίκα ποὺ ἔμεινες χωρὶς ἁφή,
ἄκουσε τῶν ἀνέμων τὴν ταφή.
| |
[pagina 163]
| |
[Nederlands]‘Ledig is de gouden ton
70[regelnummer]
zon werd tot een vodje om
de nek van die bejaarde sloor
ze hoest en rochelt almaar door;
zij treurt omdat de zomer ging,
't goud op haar hoofd en op haar ding.
75[regelnummer]
Vrouw die alle glans verloor
luister, de blinde zingt je voor.
‘Sluit de luiken, snel daalt 't licht,
hoe men ook klopt, houd alles dicht,
ze schreeuwen iets dat niets bediedt,
80[regelnummer]
maak pansfluiten van gisters riet.
Zoek dennenaalden, gladiolen,
en haal uit de zee anemonen;
vrouw die begint te dementeren
luister, 't tij van de dood gaat keren...’
85[regelnummer]
‘Athene. De gebeurtenissen
brengen 't volk in 't ongewisse.
Angst heerst. De premier laat weten
dat de tijd nu is verstreken...’
‘...zoek gladiolen... dennenaalden...
90[regelnummer]
zeeanemonen... dennenaaiden...
vrouw...’
‘...is in groot gevaar.
De oorlog...’
zielenwisselaar.
| |
[Grieks]‘Ἄδειασε τὸ χρυσὸ βαρέλι
70[regelnummer]
ὁ γήλιος ἔγινε κουρέλι
σὲ μιᾶς μεσόκοπης λαιμὸ
ποὺ βήχει καὶ δὲν ἔχει τελειωμό·
τὸ καλοκαίρι ποὺ ταξίδεψε τὴ θλίβει
μὲ τὰ μαλάματα στοὺς ὤμους καὶ στὴν ἥβη.
75[regelnummer]
Γυναίκα ποὺ ἔχασες τὸ φῶς,
ἄκουσε, τραγουδᾶ ὁ τυφλός.
Σκοτείνιασε· κλεῖσε τὰ τζάμια·
κάνε σουραύλια μὲ τὰ χτεσινὰ καλάμια,
καὶ μὴν ἀνοίγεις ὅσο κι ἂ χτυποῦν·
80[regelnummer]
φωνάζουν μὰ δὲν ἔχουν τί νὰ ποῦν.
Πάρε κυκλάμινα, πευκοβελόνες,
κρίνα ἀπ᾽ τὴν ἄμμο, κι ἀπ᾽ τὴ θάλασσα ἀνεμῶνες·
γυναίκα ποὺ ἔχασες τὸ νοῦ,
ἄκου, περνᾶ τὸ ξόδι τοῦ νεροῦ...’
85[regelnummer]
‘Ἀθῆναι. Ἀγελίσσονται ραγδαίως
τὰ γεγονότα ποὺ ἤκουσε μὲ δέος
ἡ κοινὴ γνώμη. Ὁ κὑριος ὑπουργὸς
ἐδήλωσεν, Δὲν μένει πλέον καιρός...’
‘...πάρε κυκλάμινα... πευκοβελόνες...
90[regelnummer]
κρίνα ἀπ᾽ τὴν ἄμμο... πευκοβελόνες...
γυναίκα...’
‘ύπερτερεῖ συντριπτικῶς.
Ὀ πόλεμος...’
ΨΥΧΑΜΟΙΒΟΣ.
| |
[pagina 164]
| |
III
| |
Γ῾ Το ναυαγιο τησ ‘κιχαησ’‘Τὸ ξύλο αὐτὸ ποὺ δρόσιζε τὸ μέτωπό μου
τὶς ὠρες ποὺ τὸ μεσημέρι πύρωνε τὶς φλέβες
σὲ ξένα χέρια θέλει ἀνθίσει. Πάρ᾽ το, σοῦ τὸ χαρίζω·
δές, εἶναι ξύλο λεμονιᾶς...’
Ἄκουσα τὴ φωνὴ
5[regelnummer]
καθὼς ἐκοίταζα στὴ θάλασσα νὰ ξεχωρίσω
ἔνα καράβι ποὺ τὸ βούλιαξαν ἐδῶ καὶ χρόνια·
τό ᾽λεγαν ‘Κίχλη’· ἕνα μικρὸ ναυάγιο· τά κατάρτια,
σπασμένα, κυματίζανε λοξὰ στὸ βάθος, σὰν πλοκάμια
ἢ μνήμη ὀνείρων, δείχνοντας τὸ σκαρί του
10[regelnummer]
στόμα θαμπὸ κάποιου μεγάλου κήτους νεκροῦ
σβησμένο στὸ νερό. Μεγάλη ἁπλώνουνταν γαλήνη.
Κι ἄλλες φωνὲς σιγὰ-σιγὰ μὲ τὴ σειρά τους
ἀκολουθῆσαν· ψίθυροι φτενοὶ καὶ διψασμένοι
ποὺ βγαῖναν ἀπὸ τοῦ ἤλιου τ᾽ ἄλλο μέρος, τὸ σκοτεινό·
15[regelnummer]
θά ᾽λεγες γύρευαν νὰ πιοῦν αἶμα μιὰ στάλα·
ἤτανε γνώριμες μὰ δὲν μποροῦσα νὰ τὶς ξεχωρίσω.
Κι ἠρθε ἡ φωνὴ τοῦ γέρου, αὐτὴ τὴν ἔνιωσα
πἑφτοντας στὴν καρδιὰ τῆς μέρας
ἤσυχη, σὰν ἀκίνητη:
20[regelnummer]
‘Κι ἂ μὲ δικάσετε νὰ πιῶ φαρμάκι, εὐχαριστῶ·
τὸ δίκιο σας θά ᾽ναι τὸ δίκιο μου· ποῦ νὰ πηγαίνω
γυρίζοντας σὲ ξένους τόπους, ἔνα στρογγυλὸ λιθάρι.
Τὸ θάνατο τὸν προτιμῶ·
ποιὸς πάει γιὰ τὸ καλύτερο ὁ θεὸς τὸ ξέρει’.
25[regelnummer]
Χῶρες τοῦ ἤλιου καὶ δὲν μπορεῖτε ν᾽ ἀντικρίσετε τὸν ῆλιο.
Χῶρες τοῦ ἀνθρώπου καὶ δὲν μπορεῖτε ν᾽ ἀντικρίσετε τὸν ἄνθρωπο.
| |
[pagina 165]
| |
Het lichtNaarmate de jaren verstrijken
vermeerderen de rechters die je veroordelen,
naarmate de jaren verstrijken en je met minder stemmen spreekt,
30[regelnummer]
zie je de zon met andere ogen;
je kent het bedrog van hen die achterbleven,
het ijlen van het vlees, de mooie dans
die eindigt in naaktheid.
Zoals je 's nachts, een eenzame weg inslaand,
35[regelnummer]
opeens de ogen van een beest ziet oplichten
die zich al afwenden, zo voel je je eigen ogen;
naar de zon kijk je, daarna raak je verloren in het duister;
de Dorische chiton
die wankelde als de bergen toen je vingers hem raakten,
40[regelnummer]
wordt van marmer in het licht, maar zijn hoofd is in het duister.
Zij die het strijdperk verlieten om de bogen te grijpen
en de volhardende marathonloper te treffen
die zijn pad in bloed zag drijven
de aarde leeg worden als de maan
45[regelnummer]
en de tuinen der zege verdorren;
je ziet ze in de zon, achter de zon.
De jongens namen de diepe duik vanaf de boegspriet
gaan als spinnende spillen omlaag,
naakte lichamen zinkend in het zwarte licht
50[regelnummer]
met een geldstuk tussen de tanden, steeds zwemmend,
terwijl de zon met gouden steken
zeilen, nat hout, kleuren van de zee stikt;
nog steeds dalen schuinslings
| |
Το φωσΚαθὼς περνοῦν τὰ χρόνια
πληθαίνουν οί κριτὲς ποὺ σὲ καταδικάζουν·
καθὼς περνοῦν τὰ χρόνια καὶ κουβεντιάζεις μὲ λιγότερες φωνές,
30[regelnummer]
βλέπεις τὸν ἥλιο μ᾽ ἄλλα μάτια·
ξέρεις πὼς ἐκεῖνοι ποὺ ἔμιναν, σὲ γελοῦσαν,
τὸ παραμίλημα τῆς σάρκας, ὁ ὄμορφος χορὸς
ποὺ τελειώνει στὴ γύμνια.
Ὄπως, τὴ νύχτα στρίβοντας στὴν ἔρμη δημοσιά,
35[regelnummer]
ἄξαφνα βλέπεις νὰ γυαλίζουν τὰ μάτια ἑνὸς ζώου
ποὺ ἕφυγαν κιόλας, ἔτσι νιώθεις τὰ μάτια σου·
τὸν ἥλιο τὸν κοιτᾶς, ἔπειτα χάνεσαι μὲς στὸ σκοτάδι·
ὁ δωρικὸς χιτώνας
ποὺ ἀγγίξανε τὰ δάχτυλά σου καὶ λύγισε σὰν τὰ βουνά,
40[regelnummer]
εἶναι ἕνα μάρμαρο στὸ φῶς, μὰ τὸ κεφάλι του εἶναι στὸ σκοτάδι.
Κι αὐτοὺς ποὺ ἀφῆσαν τὴν παλαίστρα γιὰ νὰ πάρουν τὰ δοξάρια
καὶ χτύπησαν τὸ θεληματικὸ μαραθωνοδρόμο
κι ἐκεῖνος εἴδε τὴ σφενδόνη ν᾽ ἀρμενίζει στὸ αἶμα
ν᾽ ἀδειάζει ὁ κόσμος ὅπως τὸ φεγγάρι
45[regelnummer]
καὶ νὰ μαραίνουνται τὰ νικηφόρα περιβόλια·
τοὺς βλέπεις μὲς στὸν ἥλιο, πίσω ἀπὸ τὸν ἥλιο.
Καὶ τὰ παιδιὰ ποὺ κάναν μακροβούτια ἀπ᾽ τὰ μπαστούνια
πηγαίνουν σὰν ἀδράχτια γνέθοντας ἀκόμη,
σώματα γυμνὰ βουλιάζοντας μέσα στὸ μαῦρο φῶς
50[regelnummer]
μ᾽ ἔνα νόμισμα στὰ δόντια, κολυμπώντας ἀκόμη,
καθὼς ὁ ἥλιος ράβει μὲ βελονιὲς μαλαματένιες
πανιὰ καὶ ξύλα ὑγρὰ καὶ χρώματα πελαγίσια·
ἀκόμη τώρα κατεβαίνουνε λοξὰ
| |
[pagina 166]
| |
[Nederlands]naar de stenen op de bodem
55[regelnummer]
de witte lekythoi.
Engelachtig en zwart, licht,
gelach van de golven op de wegen van de zee,
gelach door tranen heen,
de oude smekeling, op het punt
60[regelnummer]
om de onzichtbare velden op te gaan, ziet je
weerspiegeld in zijn bloed
dat Eteocles en Polynices voortbracht.
Engelachtig en zwart, dag;
de brakke smaak van de vrouw die de gevangene vergiftigt
65[regelnummer]
stijgt uit de golf koele tak versierd met druppels.
Zing kleine Antigone, zing, zing...
ik spreek je niet over voorbije dingen, ik spreek over de liefde;
kroon je haren met de dorens van de zon,
donker meisje;
70[regelnummer]
het hart van de Schorpioen ging onder,
de tiran uit de mens is weg,
en al de dochteren van de zee, Nereïden, Graiae
reppen zich naar de glans van de uit het schuim verrezene;
wie nooit heeft liefgehad zal liefhebben,
75[regelnummer]
in het licht;
en jij bent
in een groot huis met vele open ramen
- je reppend van kamer naar kamer - zonder te weten uit welke het eerst te kijken,
want verdwijnen zullen de dennebomen, de weerspiegelde bergen, het gekwetter van de vogels
| |
[Grieks]πρὸς τὰ χαλίκια τοῦ βυθοῦ
55[regelnummer]
οἱ ἄσπρες λήκυθοι.
Ἀγγελικὸ καὶ μαῦρο, φῶς,
γέλιο τῶν κυμάτων στὶς δημοσιὲς τοῦ πόντου,
δακρυσμένο γέλιο,
σὲ βλέπει ὁ γέροντας ἱκέτης
60[regelnummer]
πηγαίνοντας νὰ δρασκελίσει τὶς ἀόρατες πλάκες
καθρεφτισμένο στὸ οἰμα του
ποὺ γέννησε τὸν Ἐτεοκλὴ καὶ τὸν Πολυνείκη.
Ἀγγελικὴ καὶ μαύρη, μέρα·
ἡ γλυφὴ γέψη τῆς γυναίκας ποὺ φαρμακώνει τὸ φυλακισμένο
65[regelnummer]
βγαίνει ἀπ᾽ τὸ κύμα δροσερὸ κλωνάρι στολισμένο στάλες.
Τραγούδησε μικρὴ Ἀντιγόνη, τραγούδησε, τραγούδησε...
δὲ σοῦ μιλῶ γιὰ περασμένα, μιλῶ γιὰ τὴν ἀγάπη·
στόλισε τὰ μαλλιά σου μὲ τ’ ἀγκάθια τοῦ ἥλιου,
σκοτεινὴ κοπέλα·
70[regelnummer]
ἡ καρδιὰ τοῦ Σκορπιοῦ βασίλεψε,
ὁ τύραννος μέσα ἀπ᾽ τὸν ἄνθρωπο ἔχει φύγει,
κι ὅλες οἱ κόρες τοῦ πόντου, Νηρηίδες, Γραῖες
τρέχουν στὰ λαμπυρίσματα τῆς ἀναδυομένης·
ὅποιος ποτέ του δὲν ἀγάπησε θ᾽ ἀγαπήσει,
στὸ φῶς·
75[regelnummer]
καί εἶσαι
σ᾽ ἕνα μεγάλο σπίτι μὲ πολλὰ παράθυρα ἀνοιχτὰ
τρέχοντας ἀπὸ κάμαρα σὲ κάμαρα, δὲν ξέροντας ἀπὸ ποῦ νὰ κοιτάξεις πρῶτα,
γιατὶ θὰ φύγουν τὰ πεῦκο καὶ τὰ καθρεφτισμένα βουνὰ κοὶ τό τιτίβισμα τῶν πουλιῶν
| |
[pagina 167]
| |
[Nederlands]leeglopen zal de zee, versplinteren glas, van noord tot zuid
80[regelnummer]
zullen je ogen leeglopen van het licht van de dag
zoals cicaden stoppen: plotseling, allemaal tegelijk.
Poros, ‘Galini’, 31 oktober 1946 | |
[Grieks]θ᾽ ἀδειάσει ἡ θάλασσα, θρυμματισμένο γυαλί, ἀπὸ βοριὰ
καὶ νότο
80[regelnummer]
θ᾽ ἀδειάσουν τὰ μάτια σου ἀπ᾽ τὀ φῶς τῆς μἐρας
πὼς σταματοῦν ξαφνικὰ κι ὅλα μαζὶ τὰ τζιτζίκια.
Πόρος, ‘Γαλήνη’, 31 τοῦ ᾿Οχτώβρη 1946Ga naar voetnoot* |
|