De Tweede Ronde. Jaargang 8
(1987)– [tijdschrift] Tweede Ronde, De– Auteursrechtelijk beschermd
[pagina 189]
| |
Zeven gedichten
| |
Η νοσταλγια γυριζειἩ γυναίϰα γδύθηϰε ϰαί ξάπλωσε στό
ϰρεβάτι
ἕνα φιλί ἀνοιγόϰλεινε πάνω στό πάτωμα
οἱ ἄγριες μορφές μέ τά μαχαίρια ἀρχίσαν
νά ξεπροβάλλουν στό ταβάνι
στόν τοῖχο ϰρεμασμένο ἕνα πουλί πνίγηϰε
ϰι ἔσβησε
ἕνα ϰερί ἔγειρε ϰι ἔπεσε ἀπ᾽ τό ϰαντηλέρι
ἔξω ἀϰουγόνταν ϰλάματα ϰαί ποδοβολητά
Ἄνοιξαν τά παράθυρα μπῆϰε ἕνα χέρι
ἔπειτα μπῆϰε τό φεγγάρι
ἀγϰάλιασε τή γυναίϰα ϰαί ϰοιμήθηϰαν μαζί
Ὅλο τό βράδυ ἀϰουγόταν μιά φωνή:
Οἱ μέρες περνοῦν
τό χιόνι μένει
| |
[pagina 190]
| |
MozartMozart dwaalt rond met een zwarte hond tussen de afgebrande
huizen; hij zoekt er tussen de gloeiende as in de brandlucht.
In sommige hoeken zijn de vlammen nog niet gedoofd...
- vreemd - zegt hij - nergens meer is mijn muziek
te horen...
| |
Ο Μοτσαρτ
Ο ΜΟΤΣΑΡΤ μ᾽ ἕνα μαῦρο σϰύλο τριγυρίζει τά ϰαμμένα
σπίτια· ψάχνει ϰεῖ μέσα στήν ϰαφτή τέφρα ϰαί τήν ϰαρβου-
νίλα.
Σέ μεριϰές γωνιές δέν ἔχουν ἀϰόμη σβήσει οἱ φωτιές...
- ΠΑΡΑΞΕΝΟ - λέει - ΠΟΥΘΕΝΑ ΔΕΝ ΑΚΟΥΓΕΤΑΙ
ΠΙΑ Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΜΟΥ...
| |
Het carnavalVer weg in een andere wereld speelde het zich af dit carnaval
het ezeltje dwaalde door de verlaten straten
waar geen sterveling ademhaalde
gestorven kinderen stegen voortdurend op naar de hemel
daalden even af om hun vliegers te halen die ze hadden vergeten
sneeuw viel neer glazen confetti
deed de harten bloeden
een geknielde vrouw
sloeg als dood haar ogen op
slechts colonnes soldaten kwamen voorbij één-twee
één-twee met verijsde tanden
's Avonds kwam de maan op
carnavalesk
vol haat
ze bonden haar vast en gooiden haar in zee
doorstoken
Ver weg in een andere wereld speelde het zich af dit carnaval
| |
Η αποκριαΜαϰριά σ᾽ ἕν᾽ ἄλλο ϰόσμο γίνηϰε αὐτή ἡ ἀποϰριά
τό γαϊδουράϰι γύριζε μέσ᾽ στούς ἔρημους δρόμους
ὅπου δέν ἀνάπνεε ϰανείς
πεθαμένα παιδιά ὰνέβαιναν ὁλοένα στόν οὐρανό
ϰατέβαιναν μιά στιγμή νά πάρουν τούς ἀετούς τους πού τούς εἷχαν ξεχάσει
ἔπεφτε χιόνι γυάλινος χαρτοπόλεμος
μάτωνε τίς ϰαρδιές
μιά γυναίϰα γονατισμένη
ἀνάστρεφε τά μάτια της σά νεϰρή
μόνο περνοῦσαν φάλαγγες στρατιῶτες ἕν - δυό
ἕν - δυό μέ παγωμένα δόντια
Τό βράδυ βγῆϰε τό φεγγάρι
ἀποϰριάτιϰο
γεμάτο μίσος
τό δέσαν ϰαί τό πέταξαν στή θάλασσα
μαχαιρωμένο
Μαϰριά σ᾽ ἕν᾽ ἄλλο ϰόσμο γίνηϰε αὐτή ἡ ἀποϰριά
| |
[pagina 191]
| |
Parabel(de metafysische nacht of de sneeuw)
Hij keert van zijn reis terug
de zwarte raaf
met zijn zwarte jas
zijn zwarte schoenen
zijn zwarte stok
schudt de sneeuw van zich af
een ster is zijn rechteroog binnengedrongen
de ster verspreidt een angstwekkend flitslicht
in het flitslicht welt de traan van de ander
de knal is verblindend
doodt verblindt niet
rood blaast de mond
een flard zwarte sneeuw
(Carnavalsmaandag 25 februari 1963) | |
Παραβολη
(ὴ μετοφνσιϰή τύχτα ἤ τό χιόνι)
Γυρίζει ἀπό τό ταξίδι του
ὁ μαῦρος ϰόραϰας
μέ τό μαῦρο παλτό του
τά μαῦρα παπούτσια του
τό μαῦρο μπαστούνι του
τινάζει ἀπό πάνω του τό χιόνι
ἕν᾽ ἄστρο ἔχει μπεῖ μέσ᾽ στό δεξί του μάτι
τό ἄστρο ρίχνει μιά φοβερή φεγγοβολή
μέσ᾽ στή φεγγοβολή τό δάϰρυ τοῦ ἄλλου μεγαλώνει
ὁ ϰρότος εἶν᾽ ἐϰτυφλωτιϰός
σϰοτώνει δέν τύφλώνει
τό στόμα ϰόϰϰινο φυσάει
ἔνα ϰουρέλι μαῦρο χιόνι
Καθαϱή Δευτίϱα 25 Φεβϱουαϱίον 1963 | |
Hemelse ontmoetingOp mijn reis naar de hemel
heb ik nooit de astronaut ontmoet
wel heb ik God ontmoet
met zijn kleurige engelen
De astronaut wordt altijd betaald
maar nooit betalen ze God
en de kleurige engelen
zelfs als ook ik mijn sluwe zaakwaarnemer stuur
keert hij altijd onverrichterzake terug
| |
Ουρανια απαντησηὌταν ταξίδεψα στόν Οὐρανό
ποτέ μου δέ συνάντησα τόν ἀστροναύτη
συνάντησα ὅμως τό Θεό
μέ τούς χρωματιστούς ἀγγέλους
Τόν ἀστροναύτη πάντα τόν πληρώνουν
ποτέ τους δέν πληρώνουν τό Θεό
οὔτε τούς χρωματιστούς ἀγγέλους
ϰι ὅταν ϰι ἐγώ στέλνω τόν πανοῦργο
εἰσπράϰτορά μου
πάντα γυρίζει ἄπραϰτος
| |
[pagina 192]
| |
Het hoofd van de dichterIk heb mijn hoofd afgehakt
op een bord gelegd
naar mijn dokter gebracht
Niets mee aan de hand, zei hij,
het is alleen maar gloeiend heet
gooi het in de rivier dan zullen we zien
ik gooide het in de rivier bij de kikkers
en tóen barstte de hel los
vreemde liederen hief het aan
met een angstaanjagend gekras en gejank
ik nam het en zette het weer op mijn romp
zwierf buiten mezelf door de straten
met het groene zeskantige hoofd van een dichter
| |
Το κεφαλι του ποιητηἜϰοψα τό ϰεφάλι μου
τό ᾽βαλα σ᾽ ἕνα πιάτο
ϰαί τό πῆγα στό γιατρό μου
- Δέν ἔχει τίποτε, μοῦ εἶπε,
εἶναι ἁπλῶς πυραϰτωμένο
ρίξε το μέσα στό ποτάμι ϰαί θά ἰδοῦμε
τό ᾽ριξα στό ποτάμι μαζί μέ τούς βατράχους
τότε εἶναι τού χάλασε τόν ϰόσμο
ἄρχισε ϰάτι παράξενα τραγούδια
νά τρίζει φοβερά ϰαί νά οὐρλιάζει
τό πῆρα ϰαί τό φόρεσα πάλι στό λαιμό μου
γύριζα ἔξαλλος τούς δρόμους
μέ πράσινο ἑξαγωνομετριϰό ϰεφάλι ποιητῆ
| |
De duifHier zou de duif voorbijkomen
de mensen hadden fakkels aangestoken langs de straten
anderen hielden de wacht onder de bomen
kinderen hielden vlaggetjes in de handen
de uren gingen voorbij en het begon te regenen
toen werd de hele hemel donker
een bliksemflits fluisterde angstig iets
en de kreet brak los uit de keel des mensen
toen huilde de witte duif met grimmige tanden
als een hond in het holst van de nacht
| |
Το περιστεριἈπό δῶ θά περνοῦσε τό περιστέρι
εἶχαν ἀνάψει δαδιά γύρω στούς δρόμους
ἄλλοι ἄνθρωποι φυλάγαν στίς δενδροστοιχίες
παιδιά ϰρατοῦσαν στά χέρια σημαιοῦλες
περνοῦσαν οἱ ὦρες ϰι ἄρχισε νά βρέχει
ἔπειτα αϰοτείνιασε ὅλος ὁ οὐρανός
μιά ἀστραπή ψιθύρισε ϰάτι φοβισμένα
ϰαί ἄνοιξε ἡ ϰαυγή στό στόμα τοῦ ἀνθρώπου
τότε τό ἄσπρο περιστέρι μ᾽ ἄγρια δόντια
σά σϰύλος οὔρλιαξε μέσα στή νύχτα
|
|