De Tweede Ronde. Jaargang 8
(1987)– [tijdschrift] Tweede Ronde, De– Auteursrechtelijk beschermd
[pagina 175]
| |
De Tristans (schets) 1980-1983
| |
Το ποιημα τησ ΠλυτωσΣιωπή εἶναι ἔνας πόνος πού ἀρχίζει
Ἀπό τό στἠθος σάν μοναξιά.
Τό μεσημέϱι ϰιτϱινίζει
Ρημάζει τό δέϱμα μου
Μπαίνει μές στό μυαλό.
Σϰόνη σηϰώνεται, τά τζάμια στάζουν
Ἡ πϱοσπάθεια αἱμοϱϱαγεῖ.
Στηϱίξου πάνω μου - εἶπα στόν ϰαθϱέφτη.
Θά σέ ϰϱατήσω.
| |
In deze tuinNog geen halve glimlach in deze tuin.
Alleen Plytó nog over met een mes.
Plytó die alleen is en het mes reinigt.
| |
Σ᾽ αυτον τον κηποΣ᾽ αὐτόν τόν ϰῆπο δέν ἔχει οὔτε μισό χαμόγελο.
Μόνη ἡ Πλυτώ ἀπόμεινε μ᾽ ἔνα μαχαίϱι.
Μόνη της ἡ Πλυτώ νά ϰαθαϱίζει τό μαχαίϱι.
| |
[pagina 176]
| |
Weet je nog Regina?'s Nachts lag ik vroeg in bed m'n Tristan
En zag jou in m'n droom. De straat verwondde
M'n schreden en ik dacht aan jou.
Sneeuw viel in de kamer, het lichaam zakte
Als koorts.
'k Weet het ik zal ontwaken als ik deze deur
Open. Ik wikkel mij in kleuren
Hoor de geesten
Zie de rots drijven
Onder mijn schedel
Waar ze amper past.
De zee mij maar bestoken.
En de dichter?
Gebarsten in een auto -
Opengebarsten, wolken rook. Gedichten waren opgezwollen
En namen wraak.
Haatdragend die poëzie.
Weet je nog dat ik het zei Regina?
| |
Θυμασαιρεγκινα;Τίς νύχτες πλάγιαζα νωϱίς Τϱιστάνε μου
Καί σέ ὀνειϱενὁμουν. Οἱ δϱόμοι πλήγωναν
Τά бήματά μου ϰαί σέ σϰεφτόμουν.
Χιόνιζε στό δωμάτιο, τό σῶμα ἕπεφτε
Σάν πυϱετός.
Τό ξέϱω πώς θά ξυπνήσω ἅν ανοίξω
Τήν πόϱτ᾽ αὐτή. Τυλίγομαι μέ χϱώματα
Ἀϰούω τά φαντάσματα
Βλέπω τό бϱάχο νά ἐπιπλέει
Στό ϰεφάλι μου
Πού μόλις τόν χωϱᾶ.
Τή θάλασσα νά μέ παιδεύει.
Κι ὁ ποιητής;
Ἔσϰασε μέσα σ᾽ ἕν᾽ αὐτοϰίνητο -
Ἄνοιξε, γέμισε ϰαπνούς. Φούσϰωσαν τά ποιήματα
Τόν ἐϰδιϰήθηϰαν.
Ἡ ποίηση εἶναι μνησίϰαϰη.
Θυμᾶσαι πού σοῦ τό ᾽λεγα Ρεγϰίνα;
| |
And my ending is despair
| |
And my ending is despair
| |
[pagina 177]
| |
De droomIk zag
De twee bij 't gloren in gevecht
Maar wist hen stellig dood.
Hun lijven zwetend van de krachtsinspanning -
Ze wisten niet Hoe de ander te verslaan.
De zon gleed slijm sijpelend voort.
De mensen joelden.
Aan Stéfanos de victorie!
Aan Stéfanos de victorie!
Aan Blondhaar de victorie!
Ik vloog en keek van boven op hen neer.
Hun vingers verwrongen, hun lijven
Onder het zweet. Een geur van bronst.
Soepele massa's in de wind
Zich spannend, frisse monden.
Eén voorhoofd boven 't ander - dan weer óp elkaar.
Stof wolkte wit op
Ik zag hun tandvlees, klapperende tanden
Die met de moedervlek de victorie!
Zwaar ademend werd Stéfanos gevloerd.
Werd licht.
Zijn middel ingezogen spuwde licht.
De ander liet zich in zijn armen neer.
Borende, elektrische ogen
Blauwe druiven, harpisten
En glazen zangers.
Ach Stéfanos!
Ach Stéfanos!
Hand onder de oksel
Andere als vleugel
Als vogel:
Kuste hij hem op de mond.
Twee beelden weer alleen.
Op 't Plein
Verlatenheid.
| |
Το ονειροεἴδα
Καθώς ξημέϱωνε τούς δυό τους νά παλεύουν
Μά ἧμουν σίγουϱος πώς ἧταν πεθαμένοι.
Τά σώματά τους ἵδϱωναν ἀπ᾽ τήν πϱοσπάθεια
Γιατί δέν ἤξεϱαν Πῶς νά νιϰήσουν.
Γλισιϱοῦσε ὁ ἥλιος ατάζοντας бλέννες.
Τό πλῆθος ϰϱαύγαζε.
Νίϰη στόν Στέφανο!
Νίϰη στόν Στέφανο!
Νίϰη στόν Ξανθομάλλη!
Ἐγώ πετοῦσα ϰαί τούς ἔбλεπα ἀπό ψηλά.
Τά δάχτυλά τους στϱεбλωμένα ϰι οἱ σάϱϰες
Ἱδϱωμένες. Μύϱιζαν ἀϱσενιϰό.
Εὔϰαμπτες μάζες πού τεντώνονταν
Μέσα στόν ἄνεμο ϰαί στόματα νωπά.
Τό ἕνα μέτωπο πάνω ἀπ᾽ τ᾽ ἄλλο - ἄλλοτε ϰολλητά.
Σϰόνη σηϰώθηϰε λευϰή
Εἰδα τά οὖλα τους, τά δόντια πού ϰϱοτάλιζαν
Νίϰη σ᾽ αὐτόν μέ τήν ἐλιά!
Ὁ Στέφανος ϰαϱφώθηϰε бαϱιανασαίνοντας·
Φωτίστηϰε.
Ἡ μέση του ϱουφήχτηϰε ϰι ἔφτυσε φῶς.
Ἔγειϱε ὁ ἄλλος στήν ἀγϰαλιά του.
Μάτια διαμπεϱή, ἠλεϰτϱιϰά
Μαῦϱα σταφύλια, ἁϱπιστές
Καί γυάλινοι τϱαγουδιστές.
Ἄχ Στέφανε!
Ἄχ Στέφανε!
Τό ἔνα χέϱι στή μασχάλη
Τό ἄλλο σάν φτεϱούγα
Ἤ σάν πουλἱ·
Τόν φίλησε στό στόμα.
Τά δυό ἀγάλματα ἔμειναν μόνα τους
Στήν Πλατεία
Ἐϱημιά.
| |
[pagina 178]
| |
Dagboek IIk wil een gedicht schrijven over de Tristans, het volk der bedroefden dat na de eerste grote oorlog over de vier uiteinden der aarde verspreid raakte. Hun land werd in tweeën gedeeld en door barbaarse stammen in bezit genomen, maar haast overal kom je ze tegen. Ze zijn herkenbaar aan hun noordelijke trekken, het golvende haar, maar vooral aan de schouderbeweging die zij maken als ze ontstemd zijn en aan het Tristanisch dialect dat zij nooit hebben afgelegd. Velen hunner hebben zich aan de kunsten gewijd of zijn dominante personages geworden in romans, toneelstukken of dichtwerken. Ik noem Werther, Georg Trakl, Antonin Artaud, Gabriel Fauré, Sylvia Plath, Samuel Beckett, Malte Laurids Brigge, Marguerite Gautier, Ulrich, Anton Tsjechov, Yeóryos Vizyinós, Emily Brontë en Yórgos Chimonás. 24 december 1980 | |
Ημερολογιο IΘέλω νά γϱάψω ἕνα ποίημα γιά τούς Τϱιστάνους, τό λαό τῶν λυπημένων, πού σϰοϱπίστηϰε μετά τόν πϱῶτο μεγάλο πόλεμο στά τέσσεϱα σημεῖα τῆς γῆς. Ἡ χώϱα τους μοιϱάστηϰε στά δυό ϰαί ϰατοιϰήθηϰε ἀπό бάϱбαϱες φυλές, ἀλλά τούς συναντᾶς σχεδόν παντοῦ. Ἀναγνωϱίζονται ἀπό τά бόρεια χαραϰτηϱιστιϰά τους, τήν ϰυματιστή ϰόμμωση, ἀλλά ϰυρίως ἀπό μιά ϰίνηση τοῦ ὤμου πού ϰάνουν δταν δυσφοϱοῦν, ϰαί τήν τριστάνιϰη διάλεϰτο πού δέν ἀπέбαλαν ποτέ. Πολλοί ἀπ’ αὐτούς ἀσχολήθηϰαν μέ τίς τέχνες ἤ ϰυϱιάϱχησαν σάν μοϱφές μυθιστοϱημάτων, θεατϱιϰῶν ἔϱγων ἤ ποιητιϰῶν συνθέσεων. Ἀναφέϱω τόν Βέϱθεϱο, τόν Γϰέοϱγϰ Τϱάϰλ, τόν Ἀντονέν Ἀϱτό, τόν Γαбϱιήλ Φοϱέ, τήν Σύλбια Πλάθ, τόν Σάμιουελ Μπέϰετ, τόν Μάλτε Λάουϱιντς Μπϱίγϰε, τήν Μαϱγαϱίτα Γϰοτιέ, τόν Οὔϱλιχ, τόν Ἀντον Τσέχοφ, τόν Γεώϱγιο Βιζυηνό, τήν Ἔμιλυ Μπϱοντέ, ϰαί τόν Γιῶϱγο Χειμωνᾶ. 24 Δεϰεμбϱίον 1980 | |
De grote rode eenZichtbaar Zijn nek terwijl hij achteloos door het struikgewas voortgaat. Ravezwarte cape, haren oostindische inkt - de maan. Vogels omzwermen hem, vleermuis verschrikt zijn blik die voorop gaat. Wij zien van afstand. Van dichtbij
Zou gevaarlijk zijn. Hij buigt opzij
Af, klappertandt.
Opent zijn Griekse lippen, klemt zijn vingers. Komt naderbij, verwijdert zich. Bukt verstrooid, bukt aandachtig, bukt in angstige spanning. Zijn nek een vlezen spleet met plukjes korte haartjes: hij zweet. Overdekt door zomerse klamheid. Herinner mij zijn kinderjaren.
Het Kronion, Thekla, Erríkos,
De rode bal. Zijn twee zusters
Hem amoureus omzwermend. Juni gingen ze
Altijd naar het eiland maar bij spelletjes verkoos hij
Plytó.
| |
Το μεγαλο κοκκινο εναΦαίνεται τό σбέρϰο του ϰαθώς προχωϱάει ἀπϱόσεχτα μέσα ἀπ᾽ τούς θάμνους. Ἡ ϰατάμαυϱη μπέϱτα, τά μαλλιά του, σινιϰή μελάνη - ϰαί τό φεγγάϱι. Πουλιά τόν τϱιγυϱίζουν, μιά νυχτεϱίδα σϰιάζει τή ματιά του πού πϱοελαύνει. Ἐμεῖς τόν бλέπουμε ἀπό μαϰϱιά. Ἀπό ϰοντά Θά ἦταν ἐπιϰίνδυνο. στϱίбει στό
πλάι, τουϱτουϱίζει.
Ἀνοίγει τά ἑλληνιϰά χείλη του, οφίγγει τά δάχτυλα. Πλησιάζει ϰι ἀπομαϰϱύνεται. Σϰύбει ἀφηϱημένα, σϰύбει πϱοσηλωμένα, οϰύбει ϰαί ἀγωνιᾶ. Τό σбέϱϰο του σάϱϰινη σχισμή μέ μιϰϱές τϱιϰίτοες бοστϱυχωτές: ἱδϱώνει. Τόν σϰεπάζει ἡ ὑγϱασία τοῦ ϰαλοϰαιϱιοῦ. Θυμᾶμαι τά παιδιϰά του χϱόνια.
Τό Κϱόνιον, τήν Θέϰλα, τόν Ἐϱϱίϰο,
Τήν ϰόϰϰινη μπάλα. Οἱ δυό ἀδεϱφές
Του νά τόν τϱιγυϱίζουν ἐϱωτιϰά. Τόν Ἰούνιο ἔφευγαν
Πάντοτε στό νησί, ὄμως στά παιχνίδια πϱοτιμοῦσε
Τήν Πλυτώ.
| |
[pagina 179]
| |
Ons leidt zijn nek en het sprankje wit daaroverheen. Nu eens danser dan ijskoud stapt hij voort turend op zijn kompas. De wereld heeft woestijnen, maskers, moorden en slachtingen. Hij heft de rechterhand: daarin een lang lemmet dat plots de omgeving met weerschijn verlicht. Versteningen Smetteloze korrels
Fluiten voor moordenaars
Met slagwerk en glazen
Zangers.
Μᾶς ὁδηγεῖ τό σβέϱϰο του ϰαί ϰεῖνο τό ἐλάχιοτο λευϰό πού τό ϰαλύπτει. Ἄλλοτε οάν χοϱευτής ϰι ἄλλοτε παγεϱά βαδίζει ϰοιτώντας τήν πυξίδα. Ὁ ϰόομος ἔχει ἐϱήμους, πϱοσωπεῖα, φόνους ϰαί μαϰελειά. Σηϰώνει τό δεξί του χέϱι: ϰϱατάει ἔνα μαϰϱύ λεπίδι, πού ξαφνιϰά φωτίζει τήν πεϱιοχή μέ ἀνταναϰλἁσεις. Πετρώματα Κόϰϰοι ὁλοϰάθαϱοι
Καί φλάουτα γιά φονιάδες
Μέ ϰϱουστά ϰαί γυάλινους
Τϱαγουδιστές.
De zwarte cape wolkt stof om zijn lijf op - de warmte kwelt hem. Zwetend gaat hij voort. Ontdoet zich geagiteerd van kleding en gaat voort. Zijn witte vel verblindt vogels, vleermuizen: de scène baadt in licht. Het zijden geluid van huid klinkt: cellosuite, expressionistische belichting. Titel: Gemaakt van prachtig zijn
vergezelt
samen-zijn
wat ons lijf
leert
vol te houden.
Ἡ μαύϱη μπέϱτα σηχώνει σϰόνη γύϱω ἀπ᾽ τό σῶμα του - ἡ ζἐστη τόν τυϱαννᾶ. Ἱδϱώνει ϰαί πϱοχωϱεῖ. Μέ νευϱιϰές ϰινήσεις γδύνεται ϰαί πϱοχωϱεῖ. Τό ἄσπϱο δέϱμα του θαμπώνει τά πουλιά, τίς νυχτεϱίδες: ἡ σϰηνή φωτίζεται μέ ἄπλετο φῶς. Ἀϰούγεται ὁ μεταξένιος ἧχος τοῦ δέϱματος: σουίτα γιά βιολοντσέλο, ἐξπϱεσιονιστιϰοί φωτισμοί, Τίϰλος: Ἀπό μιά οὐσία θαυμαστή
ἡ συν-ουσία
συνϰϱοφεύει
ὄ, τι διδάσϰει
τό σῶμα μας
νά ἐπιμένει.
Travelling: Andros marcheert naar de stad. De camera rijdt langs de route van zijn blik. 1. Het bos. De heuvels in de verte. 2. Het spoorwegstation. 3. De straatverlichting. Een vrachtwagen komt diagonaal aanrijden. Panoramique: de muziek (cellosuite nr. 3 van Bach) zwelt aan terwijl wij zijn rug en daarna in close-up zijn achterhoofd zien. Medium-shot: Andros van achteren, aan een bar. Oranje licht, valse bloemen, grote affiches. Achterin wat jongelui die zwijgend drinken. Vanachter de ruit kijkt een man nieuwsgierig naar de halfnaakte Andros. Titel: DE GROTE RODE EEN Τϱάβελινγϰ: Ὁ Ἄντϱος βαδίζει πϱός τήν πόλη. Ἡ ϰάμεϱα διατϱέχει τήν ποϱεία τῆς ματιᾶς του. 1. Τό δάσος. Οἱ μαϰϱινοί λὁφοι. 2. Ὁ σιδηϱοδϱομιϰός σταθμός. 3. Τά φῶτα τῶν δϱόμων. Ἔνα φοϱτηγό ἐϱχεται πϱοχωϱώντας διαγώνια. Πανοϱαμίϰ: Ἡ μουσιϰή (σουίτα γιά βιολοντοέλο ἀϱ. 3 τοῦ Μπάχ) δυναμώνει, καθώς βλέπουμε τήν πλάτη ϰι ὔστεϱα γϰϱό πλάν τό πίοω μέϱος τοῦ ϰεφαλιοῦ του. Μέσο πλάνο: Ὁ Ἄντοϱος ἀπό πίσω, μπϱοστά σ᾽ ἔνα μπάϱ. Ποϱτοϰαλί φῶς, φεὑτιϰα λουλούδια, μεγάλες ἀφίοες. Στό βάθος, μεϱιϰοί νέοι πού πίνουν χωϱίς νά μιλοῦν. Πίσω ἀπ᾽ τό ϰϱύσταλλο ἕνας ἄντϱας πεϱιεϱγάζεται μ᾽ ἐνδιαφέϱον τό μισόγυμνο Ἄντϱο. Τίτλος: ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΕΝΑ | |
[pagina 180]
| |
Met zeer trage bewegingen zet hij het glas dat hij in de hand heeft neer, staat op, trekt een witlinnen jasje aan en gaat de straat op. Close-up: het gezicht van de onbekende. onbekende: Ik heet Orestes. De camera wijkt terug. De twee mannen zijn zichtbaar vanaf het middel en hoger. Andros grijpt teder zijn hand. andros: Ik heb koorts. Μέ πολύ ἀϱγές ϰινήσεις, ἀφήνει τό ποτήϱι πού ϰϱατοῦσε, σηϰώνεται, φοϱάει ἐνα λινό, λευκό σαϰάϰι, ϰαί βγαίνει στό δϱόμο. Γϰϱό Πλάν τό πϱόσωπο τοῦ ἀγνώστου. ΑΓΝΩΣΤΟΣ: Μέ λένε Ὀϱέστη. Ἡ μηχανή ὑποχωϱεῖ. Οἱ δυό ἄντϱες φαίνονται ἀπό τή μέση ϰαί πάνω. ὉἌντϱος τοῦ πιάνει τϱυφεϱά τό χέϱι. ΑΝΤΡΟΣ: Ἔχω πυϱετό. | |
De bijwerkingen van de eenzaamheid
| |
Οι παρενεργειεσ τησ μοναξιασ (Ἡ Πλυτώ τηλεφωνεῖ)Τό φῶς ϰάνει μιά πιϱουέτα ϰι ὔστεϱα ἠσυχάζει.
Ἤσυχο φῶς στέϰεται στίς ϰοϱνίζες.
Λιώνουν τά ϰϱύσταλλα - ϰαί ἡ Πλυτώ.
- Τί γίνεσαι Πλυτώ; Ἔλουσες τά μαλλιά σου;
- Τά ᾽λουσα ϰαί γυϱνοῦσα στό δωμάτιο.
Ἔγινα δίσϰος γϱαμμοφώνου. Κάθομαι
Σέ μιά ϰούϰλα ϰαί διφῶ.
- Τί γίνεσαι Πλυτώ;
- Ἡ ϰούϰλα μέ ζεσταίνει.
Μπαίνει ϰαί βγαίνει σάν θαλπωϱή.
Σϰοτάδι μάτια-σϰοτάδι τϱἑμω.
- Πλυτώ μ᾽ ἀϰοῦς;
- Πλυτώ μ᾽ ἀϰοῦς;
- Ὄγϰοι σϰοτάδι.
Δέϱμα ϰαί τϱέλα.
Δέϱμα ϰαί δῶσε.
Ἄχ, μπῆϰα στόν ἔϱωτά σου.
Ἄλογα ϰι ἄλογα
Τϱέχουν στ᾽ ἀφτιά μου
Κρότοι ϰι ὑδϱάϱγυϱοι.
Βλέπω τόν ῦφαλο
Βουλιάζει ὁ ϰόσμος.
Σίδεϱο τϱυφεϱό
Καθϱέφτης πελιδνός
Καθϱέφτης Σῶμα μέ Σῶμα.
| |
[pagina 181]
| |
Plytó luister je?
Verstijfde zon
Ik geloof in een
Ik geloof in de Rode Een.
Een.
Plytó brak los, deed vreemd.
Haar trekken toonden pijn.
Haar ogen vaalgeel.
Ze keek door de kieren, glimlachte.
Schreef op de lijst: ik hou van je.
- Πλυτώ μ᾽ ἀϰοῦς;
Κόϰαλο ἤλιος
Πιστεύω εἰς ἕνα
Πιστεύω στό Κόϰϰινο Ἔνα.
Ἔνα.
Καί ἡ Πλυτώ ξέσπασε σέ πϱάγματα πεϱίεϱγα.
Τό πϱόσωπό της φάνταζε ὀδυνηϱό
Οἱ ὀφθαλμοί της μαυϱοϰίτϱινοι.
Κοιτάει ἀπ᾽ τίς χαϱαμάδες ϰαί χαμογελᾶ.
Γϱάφει στίς ϰοϱνίζες: Σ᾽ ΑΓΑΠΩ.
| |
De liefde van broer en zusLiggend in de armen van Plytó
Drinkt hij de melk van kinderdromen.
Zij liefkoost lager
Masseert met zachte hand zijn lijf
en dekt het langzaam met zich toe.
Behoedzaam legt Andros
Zijn zuster tussen rotsen. Maakt
Haar haren los, gaat zwaar ademend
De Tempel binnen. Als zij stamelt
en lijdt vertroost hij haar. Kust
Haar ogen die als spiegel zijn.
Elk schokken van haar broer doet sidderen haar
En klagen.
Andros heeft medelijden maar uit Liefde.
Zij strekt haar handen, trekt hem. Andros' vel
tooit zich met schrammen.
Als de bui losbarst valt Plytó in zwijm...
...................................................
| |
Η αγαπη των αδελφωνΞαπλωμένος στήν ἀγϰαλιά τῆς Πλυτῶς
Βυζαίνει τό γάλα τῶν παιδιϰῶν του ὀνείϱων.
Ἐϰείνη τόν χαϊδεύει χαμηλά
Τϱίβει μέ τϱυφεϱότητα τήν ϰοιλιά του
Σϰύβει ἀϱγά ϰαί τήν σϰεπάζει.
Ὁ Ἄντϱος ξαπλώνει πϱοσεχτιϰά τήν
Ἀδελφή του ἀνάμεσα στά βϱάχια. Λύνει
Τά μαλλιά της, μπαίνει βαϱιανασαίνοντας
Στό Ναό. Ὃταν ἐϰείνη μουϱμουϱίζει
Ὑποφἑροντας, ἐϰεῖνος τήν παϱηγοϱεϊ. Φιλᾶ
Τά μάτια της πού εἶναι σάν ϰαθϱέφτης.
Σἑ ϰάθε τίναγμα τοῦ ἀδελφοῦ της πάλλεται
Καί θϱηνεῖ.
Ὁ Ἄντϱος τή λυπᾶται μά ἀπό Ἀγάπη.
Ἁπλώνει τά χέϱια, τόν τϱαβᾶ. Τό δέϱμα του
Στολίζεται μἑ γϱατσουνιές.
Ὃταν ξεσπᾶ ἡ μπόϱα, ἡ Πλυτώ λιποθυμᾶ ...
...........................................................
| |
[pagina 182]
| |
Dagboek 2Ik wil een boek schrijven met als titel De Tristans en de blinde harpist, waarin uitvoerig en met alle mogelijke middelen het onvermogen heden ten dage een boek te voltooien zal worden beschreven. Domineren zal ook daarin De liefde van broer en zus, van Andros-Orestis en Plytó-Electra. Ik heb De Tristans nog eens bekeken. Met rood heb ik de punten aangegeven die in mijn nieuwe schrijfpoging bruikbaar zijn. Boven het gedicht De droom heb ik geschreven heel goed. Stéfanos moet een vrouw worden. Mogelijke namen: Heliane, Peneroda, Parisienne, Synodí, Doina (Smart?). Het idee van het volk der bedroefden spreekt mij nu niet meer zo aan. Alles is trouwens begonnen die kerstdagen toen ik Kastoriá, waar wij beiden alleen en bedroefd, afgemat en onverschillig waren.
24 december 1983 | |
Ημερολογιο 2Θέλω νά γϱάψω ἕνα βιβλίο πού θά ἔχει τόν τίτλο Οἱ Τϱιστάνοι ϰαί ὁ Τυφλός Ἁϰπιστἠς, ὅπου θά πεϱιγϱάφεται διεξοδιϰά ϰαί μἑ ϰάθε δυνατό τϱόπο, ἡ ἀδυναμία νά ὁλοϰληϱωθεῖ σήμεϱα ἕνα βιβλίο. Θά δεσπόζει ϰαί πάλι Ἡ Ἀγάπη τῶν Ἀδελφῶν, τοῦ Ἄντϱου-Ὀϱέστη ϰαί τῆς Πλυτῶς-Ἠλέϰτϱας. Ξαναϰοίταξα τούς Τϱιστάνονς. Σημείωσα μέ ϰόϰϰινο τά σημεῖα πού μποϱοῦν νά χϱησιμοποιηθοῦν στήν ϰαινούϱια μου συγγϱαφιϰή πϱοοπάθεια. Πάνω ἀπό τό ποίημα Τὁ Ὄνειϱο, ἔγϱαψα: ΠΟΑΥ ΚΑΛΟ. Ὁ Στέφανος νά γίνει γυναίϰα. Πιθανά ὀνόματα: Ἡλιανή, Πηνεϱὁδα, Παϱισένια, Συνοδή, Ντόινα (Θλίψη;). Ἡ ἰδέα τοῦ λαοῦ τῶν λυπημένων δέν μέ ἐϱεθίζει πιά. Ἄλλωστε ὅλα ξεϰίνησαν ἐϰεῖνα τά Χϱιστούγεννα στήν Καστοριά, ὅπου ϰι οἱ δυό μας ἤμασταν μόνοι ϰαί λυπημένοι, ἀπαυδισμένοι ϰαί ψυχϱοί.
24 Δεϰεμβϱίου 1983 |
|