De Tweede Ronde. Jaargang 6
(1985)– [tijdschrift] Tweede Ronde, De– Auteursrechtelijk beschermd
[pagina 161]
| |
De Pierrot
| |
[pagina 162]
| |
Als in de schepping nergens door te deren,
niet door verstand of vals fatsoen bezwaard,
vrij om gelach en traan te variëren,
wars van, en zelf ook doof voor ieder commentaar.
Hij had de schijn van stelligheid verkregen
en van een geestlijk wezen ook de droom;
goed gemanierd, om woorden niet verlegen,
een air als van bij 't altaar, huichelachtig vroom.
Een andre keer was hij een grote lomperd,
kreeg zijn gelaat de trekken van venijn;
hij minachtte de dames - zo bewonderd
door al zijn vrienden, maar wat schenen dié hem klein!
Zijn galligheid was linnen van substantie,
hij veinsde onverhuld hypocrisie;
als bloem van een gardenia parmantig
kon hij de kunstcamelia naast zich niet zién.
De zin van zijn figuur was 'n omgekeerde -
maar die ons desondanks bedrogen heeft:
hij was waarachtig mens, maar wij begeerden
essentie en wij wilden hem als één die leeft...
| |
Ο πιερροτοσΠιερρὁτοι ἐσὺ κι᾽ ἐγὼ κι᾽ ἄλλοι κοντά του
κι᾽ αὐτὀς τὁσο σωστὀς μ᾽ ἄσπρη ζακέττα,
παίζαμε μὲ τὴ φόρμα του, ρίχναμε κάτου
τ᾽ ὁμοἱωμἁ του - χρῶμα σἐ παλέττα.
Φτιάναμ᾽ ἑμεῖς τὴ στάση του μαζί του,
ἦταν τυχαία καἰ τὀ σύμβολό μας·
στὸ πέταγμα, στἠν τοποθέτησή του,
εἶχε τὀν ξένο μορφασμὀ καὶ τὀ δικό μας.
Ἦταν εἰρωνικός, μὰ καὶ θλιμμἑνος,
στὀ παλκοσἑνικο ἒνας μῶμος τραγικός,
ἦταν ὀλοφυρόμενος, άπεγνωσμένος,
σἀν ἐμπροστἀ σὲ θαῡμα, ἐκστατικός.
Ἀνάμπαιζε μἐ τὴ δική του κάθε πόζα,
ἐνῶ τὴν εἶχε πἁρει άπὀ τεχνίτη,
καἰ στὰ κυττάγματά του τὰ σκαμπρόζα,
ἐμἁντευες τὀ δύσκολο καὶ ψηλομύτη.
Ἦταν αὐτός, ὁλόκληρος κι᾽ ὡραῖος,
ἀνθρώπινος πολὐ στὴ μπατιστένια
στολἡ του, στἀ κουμπιἁ του, φευγαλέος,
βραχνᾶς ἀπ᾽ τοὺς βαθύτερους στἠν ἔννοια.
Κι᾽ ἔξαφνα καθὼς ἔγερνε, ἦταν ὅλος
μιὰ σκεπτικὴ κι᾽ ἐπιγνωσμένη εἰκόνα,
διανοητικὸς κι᾽ ὄμως μαριόλος,
δίπλωνε χαριἐστατα τὸ γόνα.
Σἀ νἆταν ἀνεμπόδιστος στὴν πλάση.
χωρὶς τὴν ψεύτικην εύγένεια καὶ τὴ γνώση,
ἐλεύθερος νἀ κλάψει ῆ νἀ γελάσει,
δίχως ν᾽ ἀκούσει σχόλια ῆ ν᾽ ἀρθρώσει.
Εἶχε τοῦ θετικοῦ τὴν παρουσία,
τὀ ρεμβασμὸ ἑνὀς ὄντος νοητικοῦ,
εὐπρέπεια πολλή, ἐτοιμολογία
κι᾽ ῦφος κρυψίνου σ᾽ ἔμπασμα ίεροῦ.
Ἄλλοτε εἶχε αὐθἁδεια μεγάλη
κι᾽ ἔπαιρνε ἡ φάτσα του ἔκφραση πικρή,
περιφρονοῦσε τὶς κυρίες ὅπου οἱ ἄλλοι
θαυμἁζανε καὶ τοῦ φαινόντουσαν μικροί!
Εἶχε χολἠ σὲ ὑπόσταση πανένια,
πλαστογραφοῦσε ὐπόκριση ρητὴ
κι᾽ ἐσυγχιξότανε σἀ νειόκοπη γαρντένια
μἐ τεχνητὴ καμέλια στὸ κουτί.
Εἶχε πρωθύστερη ἡ μορφή του σημασία
κι᾽ ὄμως μᾶς ἁπατοῦσε ὄλους μαζἰ
κι᾽ ἐνῶ ἦταν ἄνθρωπος σωστός, οὐσία
γυρεὑαμε καὶ θέλαμε νὰ ζεῑ...
|